πλαστιζέλ

πλαστιζέλ
το, Ν
άκλ. τεχνολ. πλαστικό υλικό, παραγόμενο με τη διασπορά κόκκων πολυβινυλοχλωριδίου μέσα σε πλαστικοποιητή στον οποίο έχει προστεθεί ζελατινοποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plastigel < πλαστικός + gel (< gelatin «ζελατίνη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”